- ὑπεράλγεινος
- ὑπεράλγ-εινος, ον,A in excessive anguish, f. l. in Aristid.Or.48(24).63.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεραλγεινός — ή, όν, Α [ἀλγεινός] αυτός που βρίσκεται σε πολύ αγχώδη κατάσταση … Dictionary of Greek